αὐτοσχεδόν

αὐτοσχεδόν
αὐτο-σχεδόν: hand to hand, μάχεσθαι, etc.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυτοσχεδόν — επίρρ. (Α) 1. «εκ του συστάδην», από κοντά 2. αμέσως, ευθύς αμέσως …   Dictionary of Greek

  • αὐτοσχεδόν — near at hand indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδά — αὐτοσχεδόν near at hand indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοσχέδιος — α, ο (AM αὐτοσχέδιος, α, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ (για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”